εμπορευματικός

εμπορευματικός
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο εμπόρευμα
2. φρ. «εμπορευματική παραγωγή» — η παραγωγή προϊόντων που δεν διατίθενται για προσωπική κατανάλωση αλλά για πώληση στην αγορά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εμπορευματικός — ή, ό που ανήκει ή αναφέρεται στο εμπόρευμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”